παρεύτακτος

παρεύτακτος
ὁ, Α
μέλος ειδικής οργάνωσης ή σωματείου εφήβων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + εὔτακτος (< εὖ + τάσσω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρευτακτώ — έω, Α [παρεύτακτος] 1. (για αυλικούς ή για φρουρούς) ασκώ, εκτελώ κανονικά τα καθήκοντά μου 2. υπηρετώ ως παρεύτακτος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”